barking
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- το γάβγισμα
- ↪ The dog’s barking didn’t let me sleep.
- Το γάβγισμα του σκύλου δεν μ' άφησε να κοιμηθώ.
- ↪ The dog’s barking didn’t let me sleep.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]barking (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του bark