bid

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
ενεστώτας bid
γ΄ ενικό ενεστώτα bids
αόριστος bid, bade, bad
παθητική μετοχή bid, bidden
ενεργητική μετοχή bidding
αγγλικά ανώμαλα ρήματα
Οι τύποι bade, bad και bidden είναι παρωχημένοι.

bid (en)

  1. δίνω/δίδω εντολή, απαιτώ
  2. δίδω χαιρετισμό
    I bid you farewell - σε αποχαιρετώ

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bid bids

bid (en)

  1. η προσφορά σε δημοπρασία, μια προσφορά από ένα άτομο ή μια εταιρεία να πληρώσει ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό για κάτι ή προσφορά για εργασία ή παροχή υπηρεσίας για μια συγκεκριμένη τιμή, σε ανταγωνισμό με άλλες εταιρείες κτλ.
    I make a bid.
    Κάνω προσφορά.
    Several companies submitted bids for the new dam.
    Πολλές εταιρίες υπέβαλαν προσφορές για το νέο φράγμα.
    I make a higher bid/I raise a bid.
    Κάνω ψηλότερη προσφορά.
    The last bid.
    Η τελευταία προσφορά.
    The contest will take place will sealed/open bids.
    Ο διαγωνισμός θα γίνει με σφραγισμένες/με ανοιχτές προσφορές.
     συνώνυμα: offer
  2. ποντάρισμα
  3. υποβολή υποψηφιότητας για κάποια θέση ή τίτλο
ενεστώτας bid
γ΄ ενικό ενεστώτα bids
αόριστος bid
παθητική μετοχή bid
ενεργητική μετοχή bidding
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

bid (en)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

παρωχημένες, για σημασία: δίδω εντολή: