bit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

bit (en)

Επίρρημα

[επεξεργασία]

bit (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bit bits

bit (en)

  1. μικρό κομμάτι, μικρή ποσότητα
    εκφράσεις: do my bit
  2. κέρμα μικρής αξίας
  3. στομίδα χαλιναριού
  4. τριβέλι, τρυπάνι
  5. (μαθηματικά, πληροφορική) (συντόμευση του binary digit) μπιτ

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

(πληροφορική)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

(πληροφορική)

ενεστώτας bit
γ΄ ενικό ενεστώτα bits
αόριστος bitted
παθητική μετοχή bitted
ενεργητική μετοχή bitting

bit (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

bit (en)



      ενικός         πληθυντικός  
bit bits

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bit (fr) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bit (tr)