blanc

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό blanc blancs
θηλυκό blanche blanches

blanc (fr)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
blanc blancs

blanc (fr) αρσενικό

  1. (χρώμα) το άσπρο / λευκό χρώμα
  2. το ασπράδι
  3. (οικείο) το διορθωτικό υγρό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]