blanchiment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
blanchiment blanchiments

blanchiment (fr) αρσενικό

  1. το άσπρισμα (τοίχου ή λόγω αποχρωματισμού)
  2. ξέπλυμα βρώμικου χρήματος