boda

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

boda (es)

  • ο γάμος, νόμιμη συνένωση μεταξύ δύο ανθρώπων