bon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό bon bons
θηλυκό bonne bonnes

bon (fr)

  1. αγαθός, καλός, αίσιος
  2. κατάλληλος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bon bons

bon (fr) αρσενικό