botte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
botte bottes

botte (fr) θηλυκό

  1. (υπόδηση) η μπότα
  2. το μάτσο