braderie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
braderie | braderies |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]braderie (fr) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη brader
ενικός | πληθυντικός |
braderie | braderies |
braderie (fr) θηλυκό