branch off

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας branch off
γ΄ ενικό ενεστώτα branches off
αόριστος branched off
παθητική μετοχή branched off
ενεργητική μετοχή branching off

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
→ δείτε τις λέξεις branch και off

branch off (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]