break away
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | break away |
γ΄ ενικό ενεστώτα | breaks away |
αόριστος | broke away |
παθητική μετοχή | broken away |
ενεργητική μετοχή | breaking away |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]break away (en)
- προσπαθώ να φύγω από την αγκαλιά κάποιου ή από μία ομάδα