burst out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας burst out
γ΄ ενικό ενεστώτα bursts out
αόριστος burst out
παθητική μετοχή burst out
ενεργητική μετοχή bursting out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
burst out < ανάλυση του ourburst < → δείτε τις λέξεις burst και out

burst out (en)