butt in
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | butt in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | butts in |
αόριστος | butted in |
παθητική μετοχή | butted in |
ενεργητική μετοχή | butting in |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]butt in (en)