butt in

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας butt in
γ΄ ενικό ενεστώτα butts in
αόριστος butted in
παθητική μετοχή butted in
ενεργητική μετοχή butting in

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
butt in < → δείτε τις λέξεις butt και in

butt in (en)

  • πετάγομαι, λέω κάτι διακόπτοντας ομιλητή, μπαίνω ξαφνικά στη συζήτηση
    Stop butting in to our conversation.
    Πάψε να πετάγεσαι στην κουβέντα μας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη break in