cadre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cadre cadres

cadre (fr) αρσενικό

  1. το κάδρο
  2. το πλαίσιο
  3. ο σκελετός του ποδηλάτου
  4. το στέλεχος