camélia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.me.lja/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
camélia camélias

camélia (fr) αρσενικό