camp

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
camp< αρχαία γαλλική < λατινική campus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

camp (en)

  1. το στρατόπεδο (και μεταφορικά)
    military camp
    concentration camp - στρατόπεδο συγκέντρωσης
    the board is divided into two camps - το διοικητικό συμβούλιο χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα
  2. ο καταυλισμός, η κατασκήνωση
    refugee camp - στρατόπεδοκαταυλισμός) προσφύγων
    a summer camp for children - καλοκαιρινή παιδική κατασκήνωση
  3. (αργκό, ΗΠΑ, ανεπίσημο) η φυλακή ελάχιστου επιπέδου ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, χωρίς ή με στοιχειώδη περίφραξη και με προσανατολισμό την εργασία των φυλακισμένων σε σχετικά προγράμματα αποσχόλησης (από τον όρο prison camp· πλήρης ονομασία: Federal Prison Camp)
     συνώνυμα: minimum(-security prison)
    → δείτε και τις λέξεις low, medium, max και supermax

camp (en)

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
camp camps

camp (fr) αρσενικό

  1. ο καταυλισμός, η κατασκήνωση
  2. η παράταξη
  3. το στρατόπεδο



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

camp (ca)