canal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
canal canals

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

canal (en)

  • το κανάλι, ένα μακρύ ευθύ πέρασμα στο έδαφος και γεμάτο με νερό για να ταξιδεύουν βάρκες και πλοία ή για να μεταφέρουν νερό σε χωράφια, καλλιέργειες κτλ.
    The canals of Venice.
    κανάλια της Bενετίας.
    the Suez canal - το κανάλι του Σουέζ
    He gets water from the canal to water his fields.
    Παίρνει νερό από το κανάλι για να ποτίσει τα χωράφια του.
     συνώνυμα: channel



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
canal canaux

canal (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

canal (ro)

  1. κανάλι
    selectați canalul - διαλέξτε το κανάλι