capacité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
capacité capacités

capacité (fr) θηλυκό

  1. η ικανότητα, η δεξιότητα
  2. η χωρητικότητα