caput

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
caput < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kauput- / *káput-

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

caput ουδέτερο

  1. κεφάλι
  2. (συνεκδοχικά) άνθρωπος
  3. πρωτεύουσα, μητρόπολη
  4. αρχηγός
  5. κορυφή
  6. πηγή
  7. βίος
  8. θάνατος
  9. κύριος
  10. κορυφαίος
  11. κεφάλαιο
  12. είδος ασθένειας νεογέννητων
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική caput capită
γενική capitis capitum
δοτική capitī capitĭbus
αιτιατική caput capită
κλητική caput capită
αφαιρετική capite capitĭbus
(γ' κλίση)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • caput «recido»
    ※  consilia in ipsorum caput recidentia, Liv. 36, 29
    λείπει η μετάφραση

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Αλλόγλωσσα παράγωγα

[επεξεργασία]