cara

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cara (ga)



ενικός πληθυντικός
cara caras

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cara (es) θηλυκό

  1. πρόσωπο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
cara caras

cara (es)

  1. θηλυκό του caro



Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cara care

cara (es)