carence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
carence | carences |
carence (fr) θηλυκό
- η έλλειψη, η ανεπάρκεια
ενικός | πληθυντικός |
carence | carences |
carence (fr) θηλυκό