carry

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας carry
γ΄ ενικό ενεστώτα carries
αόριστος carried
παθητική μετοχή carried
ενεργητική μετοχή carrying

Ρήμα[επεξεργασία]

carry (en)

Συγγενικά[επεξεργασία]