ce

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ce ces

ce (fr) και cet (θηλυκό cette)

  1. (δεικτικό) αυτός

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  1. Εκφράζει κάποιον ή κάτι που βλέπουμε ή το οποίο σκεφτόμαστε τη στιγμή που μιλάμε.
  2. Μπροστά σε φωνήεν ή h muet, γράφεται cet.