certainly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

certainly < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική certeynly. Συγχρονικά αναλύεται σε certain + -ly.[1]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

certainly (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. certainly - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)