charisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
charisme | charismes |
charisme (fr) αρσενικό
- το χάρισμα
ενικός | πληθυντικός |
charisme | charismes |
charisme (fr) αρσενικό