chastel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παλαιά γαλλικά (fro)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- chastel < λατινική castellum, υποκοριστικό του castrum
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
cas sujet | chasteaus | chastel |
cas régime | chastel | chasteaus |
chastel αρσενικό