chimère

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʃi.mɛʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chimère chimères

chimère (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]