chin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
chin chins

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chin (en)

  • (ανατομία) το σαγόνι, το πιγούνι, το μπροστινό τμήμα της κάτω σιαγόνας
    He took a punch to the chin.
    Έφαγε μια γροθιά στο σαγόνι.
    He hit me on the chin.
    Με χτύπησε στο σαγόνι.
     συνώνυμα: jaw



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chin (ro)