chip in

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας chip in
γ΄ ενικό ενεστώτα chips in
αόριστος chipped in
παθητική μετοχή chipped in
ενεργητική μετοχή chipping in

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
chip in < → δείτε τις λέξεις chip και in

chip in (en)

  • (ανεπίσημο) πετιέμαι, παίρνω τον λόγο, απότομα και συνήθως άκαιρα
    ”Time for bed,” John chipped in.
    «Ώρα για ύπνο,» πετάχτηκε στη μέση ο Γιάννης.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη break in