chocolat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chocolat | chocolats |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chocolat (fr) αρσενικό
- η σοκολάτα
ενικός | πληθυντικός |
chocolat | chocolats |
chocolat (fr) αρσενικό