chuck out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας chuck out
γ΄ ενικό ενεστώτα chucks out
αόριστος chucked out
παθητική μετοχή chucked out
ενεργητική μετοχή chucking out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
chuck out < → δείτε τις λέξεις chuck και out

chuck out (en)

  • (μεταβατικό, ανεπίσημο) πετάω κάτι ως άχρηστο
    Chuck out all these papers!
    Πέτα όλα αυτά τα χαρτιά!
    They chucked out all the old furniture and bought new ones.
    Πέταξαν όλα τα παλιά έπιπλα και αγόρασαν καινούρια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη junk