churn out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας churn out
γ΄ ενικό ενεστώτα churns out
αόριστος churned out
παθητική μετοχή churned out
ενεργητική μετοχή churning out

churn out (en) → δείτε τις λέξεις churn και out