clairière
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
clairière | clairières |
clairière (fr) θηλυκό
- το ξέφωτο
ενικός | πληθυντικός |
clairière | clairières |
clairière (fr) θηλυκό