clan

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

clan (en)

  1. γένος, μια ομάδα ανθρώπων, μικρότερη του έθνους, που έχουν ή πιστεύουν ότι έχουν μεταξύ τους συγγένεια και κοινή καταγωγή από έναν (ή μία) αρχικό γεννήτορα
  2. ένωση οικογενειών στη Σκοτία που έχει έναν κοινό κληρονομικό αρχηγό (πατριά)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

clan (fr)