collaborative
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- collaborative < collaborat(e) + -ive
Επίθετο[επεξεργασία]
collaborative (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
collaborative | collaboratives |
collaborative (en)
- (διοίκηση) η ομάδα συνεργασίας, η οποία συνεργάζεται για την επίτευξη ενός στόχου