come off
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | come off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | comes off |
αόριστος | came off |
παθητική μετοχή | come off |
ενεργητική μετοχή | coming off |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]come off (en)
- βγαίνω, κάτι μπορεί να αφαιρεθεί
- ↪ This lipstick doesn’t come off.
- Αυτό το κραγιόν δεν βγαίνει.
- ↪ This lipstick doesn’t come off.
- βγαίνω (από), ξεκολλώ, αποχωρίζομαι από κάτι
Πηγές
[επεξεργασία]- come off - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 162, 603. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγαίνω, ξεκολλώ