configuration

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
configuration configurations

configuration (en)

  1. διαμόρφωση
  2. διάρθρωση
  3. σύνθεση
  4. (πληροφορική) παραμετροποίηση, διαμόρφωση
    ※  [...] we’ll see how you can make Git operate in a more customized fashion, by introducing several important configuration settings [...] (Pro Git 2nd ed. Edition) [1]
    «[...] θα δούμε πώς μπορούμε να κάνουμε το Git να λειτουργεί με πιο εξατομικευμένο τρόπο, εισάγοντας αρκετές σημαντικές ρυθμίσεις διαμόρφωσης [...]» [2]
    συντομογραφία: config

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
configuration configurations

configuration (fr) θηλυκό