conflit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
conflit < δημώδης λατινική conflictus (χτύπημα)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔ̃.fli/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
conflit conflits

conflit (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) ο αγώνας, η πάλη
  2. ο ανταγωνισμός, η διαμάχη, η σύγκρουση
     συνώνυμα: antagonisme, clash, conflagration, discorde, lutte, opposition, tiraillement
  3. η συμπλοκή, η σύρραξη
     συνώνυμα: crise, guerre
  4. η σύγκρουση
     συνώνυμα: litige
  5. η κόντρα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]