congruence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
congruence congruences

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

congruence (en)

  1. συμφωνία
  2. αρμονία
  3. συμβατότητα, αρμονικό ταίριασμα