conseil

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
conseil conseils

conseil (fr) αρσενικό

  1. η συμβουλή
  2. η γνωμοδότηση
  3. το συμβούλιο
  4. η σύγκλητος

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
cas sujet conseuz conseil
cas régime conseil conseuz

conseil αρσενικό

  1. ο στοχασμός, η σκέψη
  2. η απόφαση
  3. η σοφία
  4. η γνώμη, η πίστη
  5. η βοήθεια, η υποστήριξη
  6. το μυστικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]