conservatoire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
conservatoire conservatoires

conservatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που αποσκοπεί στην διατήρηση αγαθών και δικαιωμάτων που κινδυνεύουν να καταπατηθούν

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
conservatoire conservatoires

conservatoire (fr) αρσενικό

  1. οργανισμός που αποσκοπεί στην προστασία κάποιου αγαθού
  2. ωδείο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]