cook up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας cook up
γ΄ ενικό ενεστώτα cooks up
αόριστος cooked up
παθητική μετοχή cooked up
ενεργητική μετοχή cooking up

Ετυμολογία [επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις cook και up

Ρήμα[επεξεργασία]

cook up (en)

  1. μαγειρεύω
  2. (μεταφορικά) μαγειρεύω, παραποιώ, ετοιμάζω κάτι δόλια