courtoisie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
courtoisie courtoisies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

courtoisie (fr) θηλυκό