crochet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

crochet (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
crochet crochets

crochet (fr) αρσενικό

  1. το κροσέ
  2. ο γάντζος
  3. η αγκύλη
  4. το βελονάκι
  5. το αντικλείδι
  6. το τσιγκέλι