crude

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

crude (en)

  1. αργός, ακατέργαστος
    crude oil - αργό πετρέλαιο
  2. χονδροειδής
  3. που δεν κρύβει τίποτα
    the crude truth - η ωμή αλήθεια