cuisson

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
cuisson cuissons

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cuisson (fr) θηλυκό