curl up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας curl up
γ΄ ενικό ενεστώτα curls up
αόριστος curled up
παθητική μετοχή curled up
ενεργητική μετοχή curling up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
curl up < → δείτε τις λέξεις curl και up

curl up (en)

  1. (αμετάβατο) κουλουριάζω
    I am curling up with my girlfriend to warm up.
    Κουλουριάζομαι πλάι σε φιλενάδα μου να ζεσταθώ.
     συνώνυμα: cuddle, huddle