curry

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

curry (en)

  1. το κάρι
     συνώνυμα: curry powder
  2. σάλτσα ή φαγητό με κάρι



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

curry (fr) αρσενικό

  1. το κάρι