débâcle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /de.bɑːkl/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
débâcle débâcles

débâcle (fr) θηλυκό

  1. το σπάσιμο παγωμένης επιφάνειας ποταμού και η απομάκρυνση των κομματιών του πάγου
  2. η ξαφνική φυγή ενός στρατού
  3. η ξαφνική κατάρρευση, η πανωλεθρία

Συγγενικά

[επεξεργασία]