décret
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
décret | décrets |
décret (fr) αρσενικό
- το διάταγμα
ενικός | πληθυντικός |
décret | décrets |
décret (fr) αρσενικό